αλιζαρίνη

αλιζαρίνη
η хим. ализарин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλιζαρίνη" в других словарях:

  • αλιζαρίνη — Οργανική ένωση (ακριβέστερα 1,2 διϋδροξυανθρακινόνη) που αντιστοιχεί στον τύπο C14H8O4 και χρησιμοποιείται στη βαφική. Σχηματίζει κόκκινες λάκες με τα άλατα του αλουμινίου, ιώδεις (μοβ) με τα άλατα του σιδήρου και μαύρες με τα άλατα του χρωμίου.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαζίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, ισομερής προς την αλιζαρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chrysazin < chrys (< chrysammic < χρύσαμμος) + azin (< alizarin, βλ. λ. αλιζαρίνη)] …   Dictionary of Greek

  • ρουβία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, τής οικογένειας ρουβιίδες, τής τάξης γεντιανώδη, με 40 περίπου είδη, από τα οποία τα Rubia tinctoria και Rubia cordifolia καλλιεργούνταν για την κόκκινη χρωστική αλιζαρίνη που περιέχουν οι… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακινόνη — Προϊόν οξείδωσης του ανθρακενίου (αρωματικός υδρογονάνθρακας με τρεις συμπυκνωμένους δακτυλίους) με σύσταση άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Καθαρή, έχει τη μορφή κίτρινων βελονοειδών κρυστάλλων, είναι άοσμη, με σημείο τήξης 286°C και ζέσης 377°C.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»